ἄνθρυσκον

ἄνθρυσκον
ἄνθρυσκον, τό,
A chervil, Scandix australis, Sapph.Supp.25.13, Cratin.98.6, Pherecr.109 ([etym.] ἔνθ-), Thphr.HP7.7.1 ([etym.] ἔνθ-):—in Hsch. [full] ἀνθρίσκιον, τό; in Poll.6.106 [full] ἀνθρίσκος, ὁ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άνθρυσκον — ἄνθρυσκον, το (Α) είδος μαϊντανού με σγουρά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τα αθήρ, ανθέριξ «το ακανθώδες μέρος του σταχιού». Υπάρχει και δεύτερος τύπος ένθρυσκον, ο οποίος είναι μάλλον υστερογενής] …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρύσκου — ἄνθρυσκον chervil neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθρυσκα — ἄνθρυσκον chervil neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένθρυσκον — ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α) άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο …   Dictionary of Greek

  • κἀνθρύσκου — ἀνθρύσκου , ἄνθρυσκον chervil neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”